- ευκύλικος
- εὐκύλικος, -ίκη, -ον (Α)αυτός που αρμόζει καλά στην κύλικα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυλικος (< κύλιξ, -ικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκύλικα — εὐκύλικος suited to the wine cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)